- ακριβόλεκτος
- ἀκριβόλεκτος, -ον (Μ)αυτός που έχει λεχθεί με μεγάλη ακρίβεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + λεκτὸς < λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek